- αφέγγαρος
- -η, -οο χωρίς φεγγάρι, ο ασέληνος: Η νύχτα ήταν αφέγγαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.